δελκανός

δελκανός
δελκανός, ο (Α)
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το είδος αυτό του ψαριού πήρε την ονομασία του από τον ποταμό Δέλκωνα, απ' όπου αλιευόταν (πρβλ. «Δέλκος
λίμνη ιχθυοφόρος περί την Θράκην», Ησύχ.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δελκανῷ — δελκανός fish masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δελκανόν — δελκανός fish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”